ευθύσκοπος

ευθύσκοπος
ευθύσκοπός, ος , ον меткий, точный (о стрельбе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευθύσκοπος" в других словарях:

  • ευθύσκοπος — η, ο και ευθυσκόπος, ο (Α εὐθυσκόπος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που σκοπεύει κατευθείαν 2. αυτός που βάλλει, που χτυπάει εύστοχα («ευθύσκοπο όπλο») αρχ. αυτός που βλέπει κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + σκόπος < σκόπος < σκέπτομαι «ρίχνω το… …   Dictionary of Greek

  • εὐθυσκόπου — εὐθυσκόπος seeing straight masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • ευθυσκοπώ — (Α εὐθυσκοπῶ, έω) [ευθυσκόπος] 1. βλέπω, παρατηρώ κάτι κατευθείαν 2. σκοπεύω με επιτυχία, ευστοχώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»